Ο Θεόφιλος Καΐρης (19 Οκτωβρίου 1784 – 13 Ιανουαρίου 1853) ήταν κορυφαίος Νεοέλληνας διαφωτιστής, φιλόσοφος, διδάσκαλος του Γένους και πολιτικός. Επηρεάσθηκε από το κίνημα σκέψης του Jacob Böhme, (στο οποίο συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι J.G.Gichtel, Kirchberger, Heinrich Khunrath, V.Weigel, W.Law, K.v.Eckartshausen, E.Swedenborg).
Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία των Κυδωνιών όπου διδάχθηκε φιλολογία και φιλοσοφία αλλά και μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Το 1801 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος αλλάζοντας το όνομα του από Θωμάς σε Θεόφιλος. Το 1803 έφυγε στην Ευρώπη. Αρχικά στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι, και κατέληξε στην Πίζα, όπου σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και φυσική και παρακολούθησε μαθήματα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή.
Το 1807 μετέβη στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές σπουδές του και συνδέθηκε στενά με το μεγάλο νεοέλληνα διαφωτιστή Αδαμάντιο Κοραή.
Τον Φεβρουάριο του 1811 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Στα 1812 εγκαταστάθηκε για λίγο στην Άνδρο όπου δίδαξε και πάλι στην Ακαδημία φυσική, μαθηματικά και χημεία. Εμπλούτισε, βοηθούμενος από τον Αδαμάντιο Κοραή, τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα και την εφοδίασε με όργανα φυσικής, χημείας, αστρονομίας και γεωγραφίας. Το 1819 ίδρυσε στη Σχολή τυπογραφείο. Το ίδιο έτος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά.
Το 1821 μαζί με εκατό μαθητές του πέρασαν στα Ψαρά, όπου με κήρυγμά του στο ναό του Αγίου Νικολάου προέτρεψε τους Ψαριανούς να ξεσηκωθούν. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Άνδρο και ύψωσε πρώτος την επαναστατική σημαία στις 10 Μαΐου 1821, σε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Γεωργίου.
Κατά την Επανάσταση συμμετείχε στην εκστρατεία του Ολύμπου το Μάρτιο του 1822, με διοικητή το Γρηγόριο Σάλα, όπου και δέχθηκε τρία τραύματα. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο όπου με εντολή της Υπέρτατης Διοικήσεως συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από εξόριστους Κυδωνιάτες.
Το 1833, 4 δεκαετίες πριν την ίδρυση της Θεοσοφικής Εταιρίας από την Blavatsky, ο Καΐρης ίδρυσε στο Λονδίνο τον "Ελληνικόν Σύλλογον της Θεοσοφίας" μαζί με άλλους ομογενείς.
Έχοντας σκοπό την ίδρυση ορφανοτροφείου για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης ταξιδεύει από το 1832 σε Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρία, Κάτω Ρωσία, Μολδαβία και Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών από ομογενείς.
Το 1835 ο Βασιλέας Όθωνας τού απένειμε το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του την περίοδο του Αγώνα. Ο Καΐρης, όπως και ο άλλος διδάσκαλος του Γένους Θεόκλητος Φαρμακίδης, σε μία πράξη αποδοκιμασίας προς το καθεστώς της αντιβασιλείας των Βαυαρών δεν απεδέχθη την τιμή. Την ίδια στάση κράτησε και όταν του προσεφέρθη η έδρα της Φιλοσοφίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κυνηγήθηκε και καταδικάσθηκε αρκετές φορές ως αιρετικός. Κατηγορήθηκε κυρίως ως «Ντεϊστής» (κίνημα που πιστεύει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον εγκατέλειψε στην τύχη του), ενώ οι διδασκαλίες του μετέδιδαν το ακριβώς αντίθετο, παροτρύνοντας τον άνθρωπο να αποκαταστήσει την πνευματικότητά του. Οκτώ ημέρες μετά το θάνατό του ο Άρειος Πάγος με την υπ. αριθ. 19/19.1.1853 απόφασή του απάλλαξε των κατηγοριών και αθώωσε το Θεόφιλο Καΐρη.
Ο Καΐρης ανέπτυξε μία προσωπική θρησκεία τη «Θεοσέβεια» επηρεασμένος από τους Γάλλους. Μία μονοθεϊστική διδασκαλία με δικές της τελετές λατρείας και αναφορές στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου. Για αυτή του τη θρησκευτική θεωρία θεωρήθηκε σύντομα αιρετικός και επικίνδυνος τόσο από τη βαυαροκρατία, που έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αφυπνιστή του λαού, όσο και από την επίσημη Εκκλησία. Η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Κυνουρίας Διονύσιο ζήτησε από τον Καΐρη να προβεί σε «ομολογία πίστεως», την οποία εκείνος απέκρουσε ως καταπιεστική της συνείδησής του. Τότε η ελληνική κυβέρνηση, ενδίδοντας στις πιέσεις της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον αρχηγό του στόλου Κωνσταντίνο Κανάρη να πλεύσει με τη ναυαρχίδα του στόλου στην Τήνο για να πάρει από εκεί το διοικητή της Τήνου και να τον πάει στην Άνδρο, ώστε μαζί με το Μητροπολίτη Άνδρου να καλέσουν ενώπιον τους τον Καΐρη.
Ο ίδιος ο Καΐρης δεν αυτοσυστηνόταν ως εισηγητής ή ιδρυτής νέας Θρησκείας ή νέας Εκκλησίας. Θεωρούσε τον Θεό ως μόνο δάσκαλο της Θεοσέβειας. Ο Καΐρης όριζε τη Θεοσέβεια ως εκείνη τη δύναμη προς την οποία ο άνθρωπος προς «τον απόλυτον και απεριόριστον του υπέρτατου Όντος και Θεού των όλων τείνει σεβασμόν και εξ αυτού αναπτυχθείσα ενέργεια», είναι «εν πνεύματι και αληθεία του υψίστου και μόνου λατρευτέου Όντος άμεσος και έμμεσος λατρεία». Και αλλού, «οδηγεί (ενν. η Θεοσέβεια) τον άνθρωπον εις το υπέρ φύσον άκτισον και απειροτέλειον όν, το μόνον και να δημιουργεί και να πράττει, και να φωτίζει και να ζωογονεί και να τελειοποιεί δυνάμενον [...] διδάσκει αναντιρρήτους, υψηλάς, αμεταβλήτους, αϊδίους, υπερφυσικάς, αλλ' εν αυτώ απλουστάτας, φωτεινάς και ευκαταλήπτους, και αγαπητότατας αληθείας [...] κατασταίνουσα τον άνθρωπον αληθώς ένθεον, θεοφώτιστον και θεοδίδακτον, θεόπνευστον και θεοκίνητον, θεότευκτον τω όντι του μόνου κτιστού και πλάστου, του μόνου ζωοποιού και απειροτέλειου όντος πλαστούργημα και ζωοοποίημα και δημιούργημα».